- λυκαιονίκης
- λυκαιονίκης, ὁ (Α)νικητής στα Λύκαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκαια + -νίκης (< νίκη), πρβλ. Λυθιο-νίκης, Ολυμπιο-νίκης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek